βιβλιεκδοτικός

βιβλιεκδοτικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή σχετίζεται με την έκδοση βιβλίων: Αυτή η χρονιά χαρακτηρίστηκε από έντονη βιβλιεκδοτική δραστηριότητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βιβλιεκδοτικός — ή, ό ο σχετικός με την έκδοση βιβλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοεκδότης. Η λ. βιβλιεκδοτικόν (κατάστημα) μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”