- βιβλιεκδοτικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή σχετίζεται με την έκδοση βιβλίων: Αυτή η χρονιά χαρακτηρίστηκε από έντονη βιβλιεκδοτική δραστηριότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.